1 Δεκ 2016

το μεγάλο ταξίδι

Day 1

ξύπνησα στις 9μιση. πήγα στο μπάνιο. έριξα πολύ νερό στο πρόσωπό μου, πήρα μία πολύ βαθειά ανάσα και πήγα στην κουζίνα. πήρα στα χέρια μου το κουτί με τα χάπια. σκέφτηκα και πάλι πόσες παρενέργειες έχουν, πόσο πολύ φοβάμαι να τα πάρω, πόσο πολύ επηρεασμένη είμαι από γνωστούς και φίλους, από την "κοινή γνώμη". το μόνο που ήθελα ήταν να πάω πίσω στο κρεβάτι μου και να χωθώ στη ζεστή αγκαλιά της κουβέρτας μου.
πήγα ξανά στο μπάνιο. κοίταξα στον καθρέφτη. "μπορείς." είπα στον εαυτό μου, "είναι για το καλό σου, θα νοιώσεις καλύτερα". "κι αν δε θέλω να νιώσω καλύτερα;", σκέφτηκα και μου χαμογέλασα. πήγα πάλι στην κουζίνα, πήρα το μαχαίρι από το συρτάρι, έκοψα το χάπι στα δύο. δεν έχει γυρισμό σκέφτηκα. το έβαλα στο στόμα και αμέσως έψαξα για το μπουκάλι με το νερό. ήπια πολύ και πήγα στο σαλόνι. έκατσα, ήπια την πρώτη γουλιά καφέ, έμεινα για λίγο ακίνητη, σα να ένιωσα το χάπι να ξεκινάει το ταξίδι του μέσα στο σώμα μου.
λίγη ώρα πέρασε και άρχισα να νυστάζω, πράγμα προφανώς περίεργο, αν σκεφτείς οτι ο καφές ήταν δυνατός και τα τσιγάρα διαδέχονταν το ένα το άλλο. με πήρε ο ύπνος γύρω στη 1, στον καναπέ. ούτε μια ώρα μετά ξύπνησα με τρομερό πόνο. παντού. "αρχίσαμε", σκέφτηκα. πονούσε η καρδιά μου, τα χέρια μου, το κεφάλι μου, ένιωθα τους χτύπους τόσο δυνατά που νόμιζα θα βγει η καρδιά μου έξω από το σώμα μου κι εκείνο το τρέμουλο, ανεξέλεγκτο, τόσο δυνατό, που προς στιγμήν σκέφτηκα οτι τρελάθηκα ολοκληρωτικά. πήρα ένα τσιγάρο και βγήκα στο μπαλκόνι. "διαφραγματικές αναπνοές τώρα" είπα και άρχισα να εισπνέω και να εκπνέω. μετά από λίγο ξαναμπήκα μέσα μόνο και μόνο για να αρχίσω να πηγαινοέρχομαι στο σαλόνι με έντονο εκνευρισμό και υπερένταση. αποφάσισα να καθίσω στην καρέκλα να παρατήσω τα τσιγάρα στην άκρη και να κάνω κάτι. άρχισα να διαβάζω. δε βοήθησε. έβαλα μουσική, κάτι έκανε. έβαλα τηλεόραση. είχε μαλακίες. χάζεψα λίγο. κάτι το κινητό, κάτι οι καρντάσιανς και τα κλάματα για ένα χαμένο σκουλαρίκι, σα να ξεχάστηκα κάπως, όμως ο πόνος εκεί. η υπνηλία ξαναγύρισε και τώρα το στόμα μου ήταν τόσο ξηρό και στεγνό σαν χαρτί. εκεί που έκλαιγε η κιμ συνειδητοποίησα οτι την έβλεπα λίγο θολά, σα να γύριζε λίγο και η τηλεόραση; ζεμπέικικο χορεύει ρε η μενεγάκη; α οχι, ζαλίζομαι εγω. ε και μια θολούρα στα μάτια ε; άλλο πραγμα σου λέω. ακόμα και τώρα που τα γραφω χαλια ειμαι. κάπως σαν έγκυος. άρχισα να πεινάω, να ανακατεύομαι, να μυρίζουν όλα, να φωνάζω για όλα, να κολλάει το στόμα και τα χέρια μου και να γελάω σα βλάκας χωρίς προφανή λόγο.
η υπόλοιπη μέρα κύλησε έτσι, με ένα περίεργο σύννεφο να πλανάται γύρω μου, από πάνω μου και μέσα μου, μια γλυκιά μαστούρα με χαρμολύπη και πολύ πολύ έντονο εκνευρισμό.
το βράδυ φοβάμαι μόνο. τη θανατίλα που κρύβει το σκοτάδι. αυτές τις σκέψεις που έρχονται οταν πέφτεις στο κρεβάτι, λίγο πριν παραδοθείς στον μορφέα και σε γεμίζουν πανικό για κάτι που ακόμα δεν έχει έρθει. το μετά.

καλωσηρθες espoza στη ζωή μου.
~let's have the journey to wherever it takes us{ελπίζω στην ελευθερία}~

Δεν υπάρχουν σχόλια: